- αλισίβιασμα
- το [αλισιβιάζω]πλύσιμο με αλισίβα, μπουγάδιασμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλισιβιάζω — περιχύνω, πλένω τα ρούχα τής μπουγάδας με αλισίβα, μπουγαδιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλισίβα. ΠΑΡ. νεοελλ. αλισίβιασμα] … Dictionary of Greek